- επιστρέφω
- (AM ἐπιστρέφω) [στρέφω]επανέρχομαι, γυρίζω πίσω («θα επιστρέψω σε μία ώρα»)μσν.- νεοελλ.στέλνω κάτι πίσω («επέστρεψα τα βιβλία»)μσν.1. ανταποδίδω2. απομακρύνω, αποτρέπω από κάτι κακό3. μεταβάλλω4. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη5. μέσ. αλλάζω τις ιδέες μουαρχ.-μσν.1. μετανοώ2. στρέφω την προσοχή μου3. επαναφέρω κάποιον στον ορθό δρόμο4. μέσ. ἐπιστρέφομαιεπιστρέφω στην ορθή πίστηαρχ.1. τρέπω τον εχθρό σε φυγή («ἐπέστρεψάν τε αὐτοὺς καὶ κατεδίωξαν πρὸς τὸ στρατόπεδον», Ξεν.)2. περιστρέφω3. (για αρρώστια) επανέρχομαι4. στρέφω σε κάτι («Κύρνε, φίλους κατά πάντας ἐπίστρεφε ποικίλον ἦθος», Θέογν.)5. προτρέπω σε δράση («ἐπιστρέφειν τήν φάλαγγα», Πλούτ.)6. με επιμονή κάνω κάποιον να προσέξει κάτι («ὡς πρὸς τί πίστιν τήνδ’ ἄγαν ἐπιστρέφεις;», Σοφ.)7. στρέφομαι σε κάποιον8. συστρέφω9. παθ. διαστρέφομαι («ἢν τράχηλος ἐπιστραφῇ», Ιπποκρ.)10. (για δέντρο ή φύλλα) γέρνω11. γυρίζω πίσω και βλέπω («ήιε ἐπιστρεφόμενος», Ηρόδ.)12. γυρίζω γύρω γύρω («δι’ οὗ πάσας ἐπιστρέφεσθαι τάς περιφοράς», Πλάτ.)13. περιπλανιέμαι παρατηρώντας κάτι («γαῑαν ἐπιστρέφεται», Ησίοδ.)14. έρχομαι σ’ έναν τόπο («πόθεν γῆς τῆς δ’ ἐπεστράφης πέδον;», Ευρ.)15. προσέχω, εξετάζω κάτι («ἐπεστρέφοντο πράγματος χάριν», Σοφ.)16. προσηλώνομαι, προσέχω («ἐπιστραφείς καὶ ἰδόμενος τοὺς Πέρσας», Ηρόδ.)17. φροντίζω («νομίζων ἀποστερήσειν οὐκ ἐπεστράφη», Δημοσθ.)18. στρέφομαι εναντίον κάποιου («Θεοῡ νιν κέλευσμ’ ἐπεστράφη», Ευρ.)19. (νεοπλατων.) προκαλώ την επιστροφή στην πηγή τού όντος («ἐπιστρέφειν τι πρὸς τἀγαθόν», Πρόκλ.).
Dictionary of Greek. 2013.